σφάλμασιν

σφάλμασιν
σφάλμα
trip
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενευδοκιμώ — ἐνευδοκιμῶ, έω (Α) 1. ευδοκιμώ σε κάτι ή με κάτι, αποκτώ δόξα, φήμη, έπαινο από κάτι («ἀλλοτρίοις σφάλμασιν ἐνευδοκιμεῑν», Πλούτ.) 2. χαίρω εκτιμήσεως, υπολήψεως από κάποιον («Αἰοχίνης ἐνευδοκίμει τοῑς Μακεδόσιν», Αιλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”